- περίγονο
- τοβοτ. το διπλό άνθος που έχει όλα τα αναπαραγωγικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perigone (βλ. λ. περιγόνιο). Η λ., στον λόγιο τ. περίγονον, μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.